Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βοάτις — βοᾱτις, η (Α) φρ. «βοᾱτις αὐδά» δυνατή φωνή, κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του βοητής < βοώ] … Dictionary of Greek